- υπειδόμην
- ΜΑ1. ανακαλύπτω2. νομίζω, μού φαίνεται, μού δίνεται η εντύπωση («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῑν», Δαμάσκ.)αρχ.1. παρατηρώ, κοιτάζω προς τα κάτω2. μτφ. θεωρώ κάποιον ύποπτο, υποψιάζομαι κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εἶδον / εἰδόμην. Ο τ. αποτελεί αόρ. τού ρ. ὑφορῶ].
Dictionary of Greek. 2013.